γραπτέα

γραπτέα
γραπτέος
neut nom/voc/acc pl
γραπτέος
neut nom/voc/acc pl
γραπτέᾱ , γραπτέος
fem nom/voc/acc dual
γραπτέᾱ , γραπτέος
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
γραπτέᾱ , γραπτεύς
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γερουνδιακό ή γερουνδίβο — (gerundivum). Ρηματικός τύπος της λατινικής που λήγει σε (e)ndus/–a/–um. Τα γ. της 3ης και της 4ης συζυγίας παλαιότερα έληγαν σε undus/–a/–um. Ορισμένα από αυτά παραμένουν σε χρήση. Στην ελληνική γλώσσα ονομάζεται δεύτερο θετικό και ως προς τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”